τρικτύαρχος

τρικτύαρχος
ὁ, Α
βλ. τριττύαρχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τριττυαρχώ — και δ. γρφ. τρικτυαρχῶ, έω, Α [τριττύαρχος / τρικτύαρχος] είμαι επικεφαλής αθηναϊκής τριττύος …   Dictionary of Greek

  • τριττύαρχος — και δ. γρφ. τρικτύαρχος, ὁ, Α 1. ο επικεφαλής τριττύος τού αθηναϊκού κράτους 2. ο τριβούνος τού ρωμαϊκού κράτους 3. αξιωματικός τού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριττύς / τρικτύς + αρχος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”